29 Αυγούστου 2017

Συνέντευξη με τον Δημήτρη Δελαρούδη

Επέστρεψα από τις διακοπές μου και προσπαθώ να επανέλθω στην καθημερινότητα της πόλης. Συνεχίζω όμως ακόμη να ταξιδεύω με τη φαντασία μου και να αναπολώ στιγμές ξεγνοιασιάς! Με την ευκαιρία λοιπόν της επιστροφής μου έχω συνέντευξη με τον συγγραφέα φανταστικής λογοτεχνίας Δημήτρη Δελαρούδη, ο οποίος διακρίθηκε στον πρόσφατο διαγωνισμό του φεστιβάλ Fantasmagoria κερδίζοντας το 3ο βραβείο με το διήγημά του "Μιν", που συμπεριλαμβάνεται στην ανθολογία "Το έπος της φαντασίας: Αδιέξοδο" (εκδόσεις iWrite, 2017)!


Κύριε Δελαρούδη, καλωσορίσατε στο blog "Όμορφη μέσα έξω". Από ποια ηλικία και μετά αρχίσατε να αποτυπώνετε στο χαρτί τις σκέψεις σας; Επίσης σε ποιες περιόδους της ζωής σας νιώθατε πιο επιτακτική την ανάγκη να γράψετε και γιατί; 

Καλώς σας βρήκα… Άρχισα να γράφω τα πρώτα μου μικρά διηγήματα στην Τρίτη Λυκείου επηρεασμένος βαθύτατα από τα βιβλία τσέπης της Ωρόρα που επιμελούνταν τότε ο Γ. Μπαλάνος. Ένιωθα πιο έντονα την ανάγκη για γράψιμο τις περιόδους που διάβαζα πιο πολύ. Όσο περισσότερες ιστορίες και πληροφορίες επεξεργαζόταν ο εγκέφαλός μου, τόσο πιο έντονα ήθελε να γεννήσει τα νοητικά του βρέφη.

Έχετε δεχτεί επιρροές από κάποιον ή κάποιους συγγραφείς / ποιητές; Ποιος είναι ο πιο αγαπημένος σας συγγραφέας / ποιητής;

Φυσικά κι έχω δεχτεί επιρροές και μάλιστα από πολλές δεκάδες συγγραφείς. Είναι αδύνατο να γράφεις και να μην είσαι επηρεασμένος από κάποιον ή κάποιους. Οι πρώτες μου επιρροές ήταν, κλασικά, ο Πόε και ο Λάβκραφτ. Έπειτα ακολούθησαν οι Κλαρκ Άστον Σμιθ, Γκούσταβ Μέιρινκ, Ρέι Μπράντμπερι και Άρθουρ Μάκεν. Διάβαζα επίσης ποίηση για χρόνια με πιο αγαπημένους τους Κόλριτζ, Πάουντ και Έλιοτ. Το αποκορύφωμα όμως ήταν η “γνωριμία” μου με τον Μπόρχες. Είναι ο πιο λατρεμένος απ’ όλους, καθώς θεωρώ πως είναι ο μεγαλύτερος λογοτέχνης του 20ου αιώνα και δεν υπάρχει φορά που να διαβάσω κάτι δικό του και να μην αισθανθώ εσωτερική πληρότητα και γαλήνη. 

Υπήρξε κάποιο συγκεκριμένο ερέθισμα, για να στραφείτε στη λογοτεχνία του φανταστικού ή ήρθε εντελώς τυχαία η απόφαση αυτή;

Ναι, φυσικά. Τώρα που βουτάω μέσα στο παρελθόν μου, που βρίσκεται απόλυτα ενθυλακωμένο στα βάθη των νευρώνων μου, κατανοώ, γιατί λάτρεψα το φανταστικό. Μεγάλωσα μέχρι τα πέντε μου κλεισμένος σε ένα διαμέρισμα στη Γερμανία με την παντελή απουσία άλλων παιδιών. Το γεγονός αυτό, πέρα από το ότι διαμόρφωσε τον “κλειστό” μου χαρακτήρα, μου επέβαλλε την ανάγκη να δημιουργήσω φανταστικούς φίλους. Αυτό είχε ως συνέπεια να με έλκει οτιδήποτε το φανταστικό και το εξωκοσμικό. Οι λατρεμένες μου παιδικές σειρές ήταν αυτές που περιείχαν διαστημόπλοια, όπλα λέιζερ, ιππότες και μάγους. 

Η συγγραφή τι σημαίνει για εσάς, ιδίως δε η συγγραφή του φανταστικού; 

Η συγγραφή είναι ένας από τους πολλούς τρόπους που επιλέγει να αναπνεύσει κάποιος άνθρωπος της τέχνης. Αναπνέω… Η συγγραφή του φανταστικού ειδικότερα αποτελεί το δυσκολότερο είδος. Είτε αφορά την επιστημονική φαντασία, είτε τον τρόμο, είτε γενικότερα το φανταστικό, ο δημιουργός καλείται να συνδυάσει πάντα την υπάρχουσα πραγματικότητα –γιατί, πολύ απλά αυτό είναι το πρότυπο που θα χρησιμοποιήσει ως βάση, για να πλάσει οποιοδήποτε κόσμο, ακόμη και τον πιο ακραίο σε αντίληψη– με την πρωτότυπη ιδέα, τη φαντασία, τη λογική, τις επιστήμες, τις τέχνες, τη φιλοσοφία, την αλληγορία και φυσικά τη μεγαλύτερη τέχνη απ’ όλες: αυτή της αποπλάνησης. Πρέπει να πείσεις τον αναγνώστη, και, για να το κάνεις αυτό γράφοντας λογοτεχνία του φανταστικού, είναι πολύ πιο δύσκολο συγκριτικά με μια ιστορία που διαδραματίζεται στη σύγχρονη εποχή και αφορά τις διαπροσωπικές σχέσεις. 

Συμμερίζεστε την άποψη ότι η λογοτεχνία του φανταστικού έχει συγκεκριμένο αναγνωστικό κοινό, τουλάχιστον για τα ελληνικά δεδομένα, κι αν ναι, για ποιο λόγο πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό;

Δυστυχώς, ναι. Στην Ελλάδα η πλειοψηφία του αναγνωστικού κοινού είναι χωρισμένη σε στρατόπεδα. Το φαινόμενο αυτό παρασύρει μαζί του και τη φανταστική λογοτεχνία. Βέβαια, το μεγαλύτερο ποσοστό αναγνωστών της φαντασίας στην Ελλάδα αποτελείται από νέους ηλικίας από 15 έως 35 ετών, γεγονός πολύ αισιόδοξο και ελπιδοφόρο. Συνήθως όμως αυτοί που διαβάζουν κοινωνική, ιστορική και αισθηματική πεζογραφία δύσκολα θα διαβάσουν φανταστικό. Τα ποσοστό των αναγνωστών του φανταστικού (συμπεριλαμβανομένου του τρόμου και της ΕΦ) φαίνεται να είναι μικρό σε σύγκριση με τα υπόλοιπα είδη, και μπορώ να το δικαιολογήσω ως εξής: η λογοτεχνία του φανταστικού στην Ελλάδα είναι κάτι το ξενόφερτο και σχετικά πρόσφατο. Ενώ είχαμε (και έχουμε) αξιόλογους πεζογράφους, τα περισσότερα θέματά τους δείχνουν μια επίμονη προσκόλληση με το ιστορικό παρελθόν της Ελλάδας: για παράδειγμα, τη Μικρασιατική Καταστροφή (κυρίως αυτό), τον Β’ Παγκόσμιο, τους εμφυλίους και γενικά τους “ξεριζωμούς” των Ελλήνων. Αν εξαιρέσουμε τον Δημοσθένη Βουτυρά, κανένας σχεδόν σύγχρονός του δεν ασχολήθηκε με το “δυσκολότερο” είδος. Σε αντίθεση με μας, οι Αμερικάνοι και οι Ευρωπαίοι λογοτέχνες δοκιμάζανε καινούρια στυλ και ύφη πειραματιζόμενοι με τη χώρα του αγνώστου. Δεν είναι τυχαίο που ο Πόε θεωρείται σήμερα ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές του κόσμου. Κι όμως ο Πόε ανήκε στο χώρο του φανταστικού, όπως κι ο Βερν, ο Ουγκώ, ο Μωπασάν και δεκάδες άλλοι. 

Η φανταστική λογοτεχνία προϋποθέτει “εκπαιδευμένο” κοινό, κάτι που δυστυχώς ήταν δυσεύρετο τον περασμένο αιώνα. Το να καταλάβεις τον πόνο ενός ξεριζωμένου, χρειάζεται καρδιά· το να καταλάβεις όμως τι σημαίνει διακτινισμός ή άλμα στο υπερδιάστημα, για παράδειγμα, προϋποθέτει κι άλλα πράγματα, όπως ένα ευρύ φάσμα γνώσεων, αντίληψη του φυσικού κόσμου και γενικότερα… ευφυΐα. Καταλήγουμε δηλαδή στο συμπέρασμα πως το φανταστικό δεν είναι μόνο το δυσκολότερο είδος γραφής αλλά και ανάγνωσης! Ο Έλληνας αναγνώστης είναι επίσης υποσυνείδητα τοπικιστής και ίσως γι’ αυτό είναι υπεύθυνο το σχολείο. Για παράδειγμα, γιατί να διδασκόμαστε μόνο Νέα Ελληνικά κι όχι Παγκόσμια Λογοτεχνία; Περιμένουμε πώς θα διευρυνθεί η συνείδησή μας (γιατί αυτός είναι ο σκοπός της λογοτεχνίας κατά κύριο λόγο) μόνο με τη μελέτη μια μικρής χώρας στον γιγάντιο, διεθνή, λογοτεχνικό χάρτη;

Το πιο πρόσφατο πόνημά σας είναι το βραβευμένο διήγημα με τίτλο “Μιν” που παρουσιάστηκε στο συλλογικό έργο “Το έπος της φαντασίας”. Μιλήστε μας λίγο για αυτό. Ποια είναι η πηγή έμπνευσής του και τι μηνύματα θέλατε να περάσετε στους αναγνώστες του;

Το διήγημα γράφτηκε μέσα σε τρεις ημέρες, χωρίς προσχέδια και βασικό σκελετό. Τα σχόλια που δέχομαι είναι πολύ επαινετικά και αυτό που με χαροποιεί περισσότερο είναι πως δημιουργεί το δικό του, πρωτότυπο “ρεύμα”… Το “Μιν” ξεκίνησε ως ιδέα, καθώς έψαχνα πληροφορίες στο διαδίκτυο για ένα προηγούμενο διήγημά μου με τίτλο “Βόρτεξ"!. Γοητεύτηκα από κάποιες φωτογραφίες του Άλβιν Κόμπερν, γύρω στο 1915, που είχαν να κάνουν με τη χρήση του Βορτοσκόπιου, ενός είδους καλειδοσκόπιου που κατασκεύασε ο Κόμπερν ενώνοντας τρεις μικρούς καθρέφτες και σχηματίζοντας ένα τρίγωνο, το οποίο προσάρμοσε στο φακό της φωτογραφικής του μηχανής. Ο Κόμπερν ανήκε στο κίνημα του Βορτικισμού, που ιδρυτής του ήταν ο ποιητής Έζρα Πάουντ. Ο Βορτικισμός ήταν ένα καλλιτεχνικό κίνημα επηρεασμένο από τον κυβισμό και τον φουτουρισμό, αλλά δυστυχώς κράτησε πολύ λίγο. Οι φωτογραφίες λοιπόν του Κόμπερν έμοιαζαν με “μεταλλικές λεπίδες ή κομμάτια σπασμένου γυαλιού, που αντικατοπτρίζονταν σε συστοιχίες καθρεφτών. Κάτοπτρα μέσα σε κάτοπτρα”, όπως αναφέρω ακριβώς και στο διήγημα. Σκοπός της ιστορίας είναι να αφηγηθεί πως η τέχνη δεν είναι μόνο κάτι το αισθητικά αρεστό, αλλά πως μπορεί ταυτόχρονα να ανοίξει κάποιες πύλες της συνείδησης που δύσκολα μπορούν να αντέξουν κάποιοι εγκέφαλοι. Η τέχνη είναι γενικότερα ένα είδος υψηλής μύησης που δεν προορίζεται για όλους. Πρέπει να έχεις γερές βάσεις μέσα σου, για να την αντέξεις, εφόσον έχεις φυσικά αποφασίσει να κάνεις το βαθύ ταξίδι στην κατανόησή της. Για άλλους είναι ακατανόητη, γιατί δεν έχουν τα εφόδια και την αντιληπτική ικανότητα να την παρακολουθήσουν, για άλλους είναι ένα σύντομο όνειρο, ενώ για κάποιους άλλους ο μοναδικός δρόμος προς τη φώτιση. 

Στο “Μιν” κεντρικοί ήρωες είναι δυο άνδρες, δυο φίλοι δηλαδή που ξαναβρίσκονται μετά από χρόνια. Μάλιστα ένας εξ αυτών ονομάζεται Δημήτρης και τυγχάνει να είναι συγγραφέας. Ο χαρακτήρας αυτός αποτελεί το alter ego σας; 

Πιστεύω πως όλοι οι χαρακτήρες ενός λογοτεχνικού έργου αποτελούν alter ego του συγγραφέα, όσο μικροί κι ασήμαντοι κι αν είναι αυτοί. Όλοι αποτελούν θετικές ή αρνητικές περσόνες του δημιουργού τους κι εκφράζουν πάντα κομμάτια της προσωπικότητάς του. Ο καλός και γενναίος ιππότης, ο διαβολικός μάγος, η όμορφη γόησσα, ο άσχημος ζητιάνος, ο περαστικός, ο ηγεμόνας και τα δεκάδες διαφορετικά τέρατα ή όντα, δεν είναι παρά πλευρές του ιδίου νομίσματος. Φυσικά κι ο Δημήτρης είναι ένα σημαντικό κομμάτι του εαυτού μου. Το λέω απροκάλυπτα νομίζω…

Ποιον ήρωα του διηγήματος συμπαθήσατε ή ενδεχομένως αντιπαθήσατε και γιατί; 

Και οι δύο ήρωες είναι πλευρές του εαυτού μου, όπως εξηγώ παραπάνω. Είναι αδύνατο λοιπόν να αντιπαθήσω κάποιον από τους δύο.

Το τέλος της ιστορίας ήταν προαποφασισμένο ή προέκυψε κατά τη διάρκεια της συγγραφής; 

Φυσικά και προέκυψε. Πολύ σπάνια έχω προαποφασίσει το τέλος μιας διήγησης. Αυτή είναι και η όλη ομορφιά του ταξιδιού. Ποτέ δεν ξέρεις πού θα καταλήξει. Μπορεί τη μια μέρα να πεις «Ωραία, τελειώνει εδώ, μου φαίνεται άψογο το τέλος…» και το επόμενο πρωί, μόλις ανοίξεις τα μάτια σου, να πεις «Ωπ, για στάσου, έτσι τελειώνει η ιστορία!».

Ποιο είναι το πρώτο άτομο που διαβάζει ολοκληρωμένα τα έργα σας και γιατί;

Ανάλογα με την ιστορία. Συνήθως όμως είναι δύο ή τρία άτομα, με τα οποία έχω συνειδητοποιήσει πως επικοινωνούμε πνευματικά μέσα στα χρόνια και δε θα διστάσουν να μου πουν την αληθινή τους άποψη, όσο σκληρή κι αν είναι αυτή.

Έχετε στα άμεσα σχέδιά σας τη συγγραφή ενός μεγαλύτερου έργου π.χ. νουβέλας ή μυθιστορήματος; 

Φυσικά. Δουλεύω στο μυαλό μου μια ιστορία εδώ και δύο μήνες και θα αρχίσω την πληκτρολόγηση το φθινόπωρο. Πρόκειται για μυθιστόρημα ή τουλάχιστον, κάτι που θα έχει την έκταση του μυθιστορήματος. 

Για μένα η μεγάλη έκταση ενός έργου δεν αποτελεί αυτοσκοπό. Οποιαδήποτε ιδέα μπορεί να επιμηκυνθεί και να γίνει μυθιστόρημα. Για παράδειγμα, το “Μιν”, αν ήθελα, θα μπορούσα να το κάνω μεγάλης έκτασης, αλλά προτιμώ τη συμπύκνωση. Σέβομαι τον χρόνο του αναγνώστη. Για να υπάρξει κάτι ως μυθιστόρημα, κατά την προσωπική μου άποψη, πρέπει να σφύζει από ιδέες, εικόνες, χαρακτήρες και καταστάσεις, αλλιώς δεν έχει νόημα ύπαρξης. 

Παρεμπιπτόντως, έχω γράψει ήδη ένα μυθιστόρημα το 1999, αλλά δεν το εξέδωσα ποτέ, γιατί τότε φοβόμουν πως ήταν πολύ ακραίο για τα ελληνικά δεδομένα. Τώρα δεν το εκδίδω, γιατί διαφωνώ με τον Δημήτρη του 1999 και κρίνω πως έκανα καλά που δεν το εξέδωσα. 

Τι θα συμβουλεύατε σε κάποιον που σκέφτεται να εκδώσει για πρώτη φορά λογοτεχνικό έργο του, αλλά διστάζει λόγω της οικονομικής κρίσης;

Το θέμα δεν είναι η οικονομική κρίση. Είναι η ειλικρίνεια κι η τιμιότητα του συγγραφέα με τον εαυτό του. Πρώτα πρέπει να αισθάνεται καλά με αυτό που πρόκειται να “δώσει” στο αναγνωστικό κοινό και μετά έρχεται η απόφαση της αυτοέκδοσης. Αν ο συγγραφέας κρίνει μέσα του πως αξίζει πραγματικά, πως έχει κάτι καινούριο να πει, τότε όλα θα πάρουν μόνα τους το δρόμο τους. 

Κύριε Δελαρούδη, σας ευχαριστώ θερμά για την τιμή να απαντήσετε στις ερωτήσεις μου! Εύχομαι ολόψυχα καλή επιτυχία σε κάθε σας συγγραφική περιπέτεια και να έχετε πάντα έμπνευση για νέα δημιουργικά ταξίδια!

Σας ευχαριστώ κι εγώ με όλη μου την καρδιά κι εύχομαι καλή επιτυχία στο blog σας, το οποίο αποδεικνύεται τελικά πως δεν είναι όμορφο μόνο απ’ έξω… 


Βιογραφικό:
Ο Δημήτρης Δελαρούδης γεννήθηκε το 1972 στη Γερμανία. Είναι παντρεμένος και ζει στη Θεσσαλονίκη. Εργάζεται στο τμήμα πληροφορικής του Δήμου Κιλκίς. Άρχισε να γράφει από τα εφηβικά του χρόνια διηγήματα και ποιήματα αφοσιωμένος στους πρώτους του λογοτεχνικούς έρωτες όπως ο H.P. Lovecraft, ο C.A.Smith, ο J.L. Borges, ο Arthur Machen, ο Ray Bradbury, ο Gustav Meyrink κ.α. 
Έκανε την πρώτη του εμφάνιση στον εκδοτικό κόσμο γράφοντας άρθρα για το περιοδικό Strange. Διακρίθηκε για πρώτη φορά στη λογοτεχνία το 2001, όταν κέρδισε το πρώτο βραβείο Επιστημονικής Φαντασίας Graham W. Still με το διήγημά του «Ο Ιός της Βαβέλ». Από τότε, έχουν εκδοθεί πολλά διηγήματά του σε περιοδικά και ανθολογίες (εκδόσεις: Λυκόφως, Ars Nocturna, iWrite, Άλλωστε). Έχει συνεργαστεί με τις εκδόσεις Αρχέτυπο στο συλλογικό βιβλίο Φανταστικοί Κόσμοι, γράφοντας τις ενότητες Καντάθ και Πεγκάνα.

Διακρίσεις:
  • 3ο Βραβείο στον διαγωνισμό «Το Έπος της Φαντασίας» στα πλαίσια του φεστιβάλ Fantasmagoria, 2017
  • 1ο Βραβείο στον διαγωνισμό της ανθολογίας «Επιστροφή στο Πατρικό Σπίτι» των εκδόσεων Λυκόφως, 2016
  • 2ο Βραβείο στον διαγωνισμό της ανθολογίας «Στα Σύνορα του Τρόμου» των εκδόσεων Άλλωστε, 2016
  • 1ο Βραβείο στην κατηγορία Fantasy του διαγωνισμού ΦantastiWords του φεστιβάλ Φantasticon, 2015
  • 2ο Βραβείο στον διαγωνισμό της ανθολογίας «Κλειστοί Χώροι» των εκδόσεων Ars Nocturna, 2014
  • 1ο Βραβείο στον διαγωνισμό Ε.Φ. Graham W. Still, 2001

Μπορείτε να βρείτε τον Δημήτρη Δελαρούδη στο προφίλ του στο Facebook και στην ιστοσελίδα του www.delaroudis.online, ενώ την ανθολογία "Το έπος της φαντασίας: Αδιέξοδο", στην οποία περιλαμβάνεται το πιο πρόσφατο διήγημά του "Μιν", θα τη βρείτε και εδώ


Και μην ξεχνάς:
Ακολούθησέ με σε FacebookInstagram και Google+, για να μη χάνεις κανένα νέο post!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου