Πέρασαν μέρες, πέρασαν βδομάδες, πέρασαν μήνες, από τότε που ο Σαμπάωθ οργίστηκε και έδιωξε μέσα από τον παράδεισο το ζευγάρι των πρωτόπλαστων ανθρώπων. Νέους κόσμους έκανε, παλιούς κόσμους χαλούσε, να χορτάσει τη χαρά της δημιουργίας ο ωκεάνιος νους του και η φλογερή του καρδιά. Ήθελε να τους ξεχάσει τους δυο καταραμένους, έκανε κι όλας πως δεν τους συλλογιότανε πια, πως δεν τον έμελλε το πού βρίσκονται και πώς τα περνούν. Όμως ο νους του, ολοένα και πετούσε κατά 'κείνους... Πατέρας!
![]() |
Πηγή / Source |